ραββίνος

ραββίνος
και ραβίνος, ο, Ν
1. θρησκευτικός λειτουργός, ιεράρχης τών Εβραίων
2. φρ. «μέγας ραββίνος» — ο προϊστάμενος τών ραββίνων μιας περιοχής ή χώρας, ο αρχιραββίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rabbino < εβρ. rabb «δάσκαλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος …   Dictionary of Greek

  • Раввин — (от арам. רבין рабин, возможно через греч. ραββίνος; от ивр. רַב‎, рав; идиш רבֿ, рoв/рув  перед собственным именем haРав; букв. «великий», «значительный», «учитель»)  в иудаизме учёное звание, обозначающее квалификацию в толковании… …   Википедия

  • Рабби — Ребе Шлоймэ Хальберстам Раввин (от арам. רבין рабин, возможно через греч. ραββίνος; от ивр. רַב‎, рав; идиш רבֿ, рoв/рув  перед собственным именем hоРав; букв. «великий», «значительный», «учитель»)  в иудаизме учёное звание, обозначающее… …   Википедия

  • Реббе — Ребе Шлоймэ Хальберстам Раввин (от арам. רבין рабин, возможно через греч. ραββίνος; от ивр. רַב‎, рав; идиш רבֿ, рoв/рув  перед собственным именем hоРав; букв. «великий», «значительный», «учитель»)  в иудаизме учёное звание, обозначающее… …   Википедия

  • ραββινεία — και ραβινεία, η, Ν [ραββίνος] 1. το αξίωμα τού ραββίνου 2. η έδρα τού ραββίνου …   Dictionary of Greek

  • ραββινικός — και ραβινικός, ή, ό, Ν [ραββίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ραββίνους ή στη διδασκαλία τους («ραββινικό αλφάβητο» το τετραγωνικό εβραϊκό αλφάβητο) …   Dictionary of Greek

  • χαχάμης — ο, Ν θρησκευτικός λειτουργός τών Εβραίων οι οποίοι προέρχονται από την Ισπανία, ο ραββίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haham] …   Dictionary of Greek

  • Σααδίας — (Saadia Haggaon). Ραββίνος του με ταταλμουδικού Ιουδαϊσμού (892 942). Διέπρεψε ως οργανωτής, δάσκαλος και πνευματικός αρχηγός αλλά και ως ερμηνευτής των Γραφών και θρησκευτικός φιλόσοφος. Διατέλεσε αρχηγός της σχολής της Σούρας στη Βαβυλωνία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”